- τετραγωνικῶν
- τετραγωνικόςof a squarefem gen plτετραγωνικόςof a squaremasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δακτύλιος — Το δακτυλίδι (βλ. λ.)· οτιδήποτε έχει το σχήμα δακτυλιδιού. Υπό μία πιο μεταφορική σημασία, δ. ονομάζεται και μία περιμετρική ζώνη, όπως για παράδειγμα ο αποκαλούμενος δ. της Αθήνας, δηλαδή η ζώνη επιτρεπόμενης κυκλοφορίας των οχημάτων στο κέντρο … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… … Dictionary of Greek
άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… … Dictionary of Greek
εβδομάς — Τίτλος εφημερίδων και περιοδικών. 1. Εφημερίδα που εκδόθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1880. 2. Εφημερίδα της Αιγύπτου (Αλεξάνδρεια, 1903). 3. Εβδομαδιαία εφημερίδα της Αλεξάνδρειας, με ιδρυτή τον Σ. Σκληρό. Η εφημερίδα αυτή, που υπήρξε βραχύβια… … Dictionary of Greek
κεροίαξ — ο (Α κεροίαξ ακος) ναυτ. καθένα από τα σχοινιά που αναβαστάζουν τα άκρα των κεραιών τών τετραγωνικών ιστίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + οἴαξ «δοιάκι»] … Dictionary of Greek
πλινθίς — ίδος, η, ΝΑ (με υποκορ. σημ.) πέτρα λαξευμένη σε σχήμα πλίνθου, μικρή πλίνθος αρχ. 1. ορθογώνιο σχήμα 2. πίνακας, παικτικός άβακας 3. ηλιακό ρολόι, πλινθίο 4. όργανο που επινόησε ο Πτολεμαίος για την καταμέτρηση τής κλίσης τής εκλειπτικής 5.… … Dictionary of Greek
πολυδονητής — ο, Ν (ηλεκτρον.) γεννήτρια τετραγωνικών ηλεκτρικών παλμών που αποτελείται από δύο ηλεκτρονικές λυχνίες συνδεδεμένες έτσι ώστε η έξοδος τής μιας να εφαρμόζεται στην είσοδο τής άλλης και χρησιμοποιείται ως γεννήτρια ταλαντώσεων, ως τμήμα… … Dictionary of Greek
σφάγνο — Το μοναδικό γένος της οικογένειας των Σφαγνιδών (βρυόφυτα), του οποίου πολυάριθμα είδη και περί τις 500 ποικιλίες φυτρώνουν συνήθως εκεί όπου επικρατούν συνθήκες κορεσμού του ατμοσφαιρικού αέρα με υγρασία (υγροί τόποι, νερά, που λιμνάζουν, εδάφη… … Dictionary of Greek
Αριαμπάτα — (476 μ.Χ. – 550;).Ο μεγαλύτερος αστρονόμος και μαθηματικός της Ινδίας. Γεννήθηκε στην Παταλιλπάτουα, επαρχία του άνω Γάγγη. Αξίζει να σημειωθεί ότι o Α., καθώς και o Βραχμαγκούπτα και οι άλλοι Ινδοί μαθηματικοί του Μεσαίωνα, ήταν κυρίως… … Dictionary of Greek